Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἔχεν οὐλὰς ἐν κανέῳ

См. также в других словарях:

  • ουλαί — οὐλαί, αττ. ὀλαί, αἱ (Α) χονδροκομμένο, χονδραλεσμένο κριθάρι με το οποίο πασπάλιζαν το κεφάλι τού θύματος πριν από τη θυσία («ἑτέρη δ ἔχεν οὐλὰς ἐν κανέῳ», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχ. λ., άγνωστης ετυμολ., που αναφέρεται σε κάποιο αγροτικό έθιμο.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»