-
1 κάνεον
κάνεον [pron. full] [ᾰ], τό, [dialect] Ep. also [full] κάνειον, [dialect] Att. [var] contr. [full] κανοῦν IG12.313.136, 22.1414.20, al.; dual κανώ ib.12.280.10; pl. κανᾶ ib.22.1414.38:—A basket of reed or cane, esp. bread-basket,καλοῖς ἐν κανέοισιν Il.9.217
;περικαλλέος ἐκ κανέοιο Od.17.343
, cf. Hdt.1.119, etc.;Χάλκειον κάνεον Il.11.630
;Χρύσεια κάνεια Od.10.355
; esp. used for the sacred barley at sacrifices,ἔχεν οὐλὰς ἐν κανέῳ 3.442
;κανοῦν ἐνῆρκται E.El. 1142
, cf. HF 926, Aeschin.3.120, Men.Sam.7; , cf. Ach. 244, al., Pherecr.137, etc.; carried in procession, Men.Epit. 222; as a votive offering (perh. a vessel of basketshape), IG11(2).161B34, al. (Delos, iii B.C.), 7.2424 ([place name] Thebes), CIG 2855.21 ([place name] Branchidae).
См. также в других словарях:
ουλαί — οὐλαί, αττ. ὀλαί, αἱ (Α) χονδροκομμένο, χονδραλεσμένο κριθάρι με το οποίο πασπάλιζαν το κεφάλι τού θύματος πριν από τη θυσία («ἑτέρη δ ἔχεν οὐλὰς ἐν κανέῳ», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχ. λ., άγνωστης ετυμολ., που αναφέρεται σε κάποιο αγροτικό έθιμο.… … Dictionary of Greek